ταχταρίζω

ταχταρίζω
Ν
κουνώ πάνω κάτω βρέφος, το οποίο κρατώ στην αγκαλιά μου, για να τό καθησυχάσω ή να τό διασκεδάσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάχτι + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. νιαου-ρίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταχταρίζω — ταχταρίζω, ταχτάρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ταχταρίζω — κουνώ στα χέρια μου βρέφος, για να το καθησυχάσω ή να το διασκεδάσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχτάρισμα — Είδος νανουρίσματος. Το τ. είναι τραγούδι με το οποίο οι μητέρες χορεύουν με τα χέρια τα μωρά τους. Τα τ. μοιάζουν ως προς το περιεχόμενο με τα νανουρίσματα, έχουν όμως ζωηρότερο ρυθμό, ανάλογο με τις χορευτικές κινήσεις. * * * το, Ν [ταχταρίζω]… …   Dictionary of Greek

  • στραταρίζω — και στρατουρίζω Ν (για νήπιο) κάνω τα πρώτα μου βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράτα, κατά τα νανουρίζω, ταχταρίζω κ.ά.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”